- φιλντισένιος, -ια, -ιο
- φιλντισένιος, -ια, -ιο και φιλδισένιος, -ια, -ιο1. ο καμωμένος από φίλντισι (βλ. λ.), από ελεφαντοκόκαλο ή ελεφαντόδοντο.2. ο κατασκευασμένος από μάργαρο, από σεντέφι, από μαντραπέρλα.3. (για έπιπλα), αυτός που έχει διακόσμηση με μικρά κομμάτια ελεφαντοκόκαλο.4. αυτός που έχει τη στιλπνότητα του ελεφαντοκόκαλου ή τις μαρμαρυγές του μάργαρου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.